- παλληκαράκι
- το см. παλ(λ)ηκάρι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλληκαράκι — και παληκαράκι και παλικαράκι, το [παλληκάρι] μικρό παληκάρι … Dictionary of Greek
παληκαράκι — το βλ. παλληκαράκι … Dictionary of Greek
παλικαράκι — το βλ. παλληκαράκι … Dictionary of Greek
φιλοσοφομειρακίσκος — ὁ, Α πιθ. νεαρός φιλόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλόσοφος + μειρακίσκος «νεαρός, παλληκαράκι»] … Dictionary of Greek